- αποθαρρυμένος
- I.niedergeschlagenII.verzagt
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
αθαρσής — ἀθαρσής, ές (Α) 1. αυτός που έχασε το θάρρος του, που πτοήθηκε, αποθαρρυμένος, αποκαρδιωμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀθαρσές έλλειψη θάρρους, δειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θάρσος. ΠΑΡ. αθαρσέω] … Dictionary of Greek
Γκλίνκα, Μιχαήλ Ιβάνοβιτς — (Mikhail Ivanovich Glinka, 1867 – 1927).Ρώσος μουσικοσυνθέτης. Ερασιτέχνης μουσικός στα πρώτα νεανικά του χρόνια (τραγουδιστής, βιολιστής, πιανίστας και συνθέτης), συμπλήρωσε τη μουσική του κατάρτιση με τη μελέτη της αντίστιξης και με ένα ταξίδι… … Dictionary of Greek
Κάτονα, Γιόζεφ — (Jόzsef Katona, Κέκσκεμετ 1791 – 1830). Ούγγρος θεατρικός συγγραφέας. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια. Άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία ασκώντας παράλληλα το επάγγελμα του δικηγόρου. Μετέφρασε θεατρικά έργα από τα γερμανικά και διασκεύασε για … Dictionary of Greek